Β' Οικουμενική Σύνοδος

O Αγιος Δονάτος στην Β' Οικουμενική Σύνοδο
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος στην οποία συμμετειχε ο Άγιος Δονάτος, συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 μ.Χ. (6 χρόνια πριν την κοίμηση του) στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, προς επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων. 

Η σχέση του Αγίου Δονάτου με τον αυτοκράτορα Θεοδοσίο, είχε ήδη παρελθόν μετά και το πρώτο κάλεσμα του Αυτοκράτορα προς τον Αγιο, ωστε να βοηθήσει την άρρωστη κόρη του, κάτι και που έγινε, αν και όλοι οι εμπλεκόμενοι της εποχής δεν μπόρεσαν να δώσουν λύση.  Μάλιστα ο Μέγας Θεοδόσιος, για να τον ευχαριστήσει του επιχορήγησε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, για την κατασκευή του Μητροπολιτικού Ναού στην Γλυκή Παραμυθιάς.

Οι εκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, που συμμετείχαν σε αυτήν, προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα που τους συγκάλεσε. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως της Β' Οικουμενικής έγινε από την Δ+ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ., η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον αυτής ως ισοδύναμο και ισόκυρο με αυτό της Νικαίας.

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Χριστιανισμό προ πάντων διότι συμπλήρωσε το ιερό Σύμβολον της Πίστεως, αφού δογμάτισε ιδίως την Πνευματολογία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέγα σταθμό ιδίως στο δογματικό καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της παρούσης Συνόδου και του Συμβόλου αυτής έγκειται κυρίως στην ολοκλήρωση του Τριαδικού δόγματος, διά της θεσπίσεως της Θεότητος και της «ἐκ τοῦ Πατρὸς» εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας, βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.

Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα το ιερό Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή τα μεν επτά πρώτα άρθρα συντάχθηκαν υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ., εναντίον της μεγάλης αιρέσεως του Αρειανισμού, που συντάραξε επί μακρόν την Εκκλησία, και η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν τη Θεότητα του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των άλλων ως άνω αιρέσεων. το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται από όλους τους Χριστιανούς ως ομολογία πίστεως, ως βαπτιστήριο και ως λειτουργικό κείμενο στη θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει και τιμά αυτό ως έργο των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.

Εκείνο το οποίο υπογραμμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στη Σύνοδο είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος επισυνάπτει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, δεδομένου ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θείας φύσεως και είναι ζωοποιόν, άγιον, αΐδιον, σοφόν, ευθές, ηγεμονικόν. Αυτή η κοινότητα των Ονομάτων αποδεικνύει ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει στην ενέργεια μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Η ταυτότητα δε της ενέργειας αποδεικνύει το ηνωμένον της φύσεως. Ουδείς επομένως πρέπει να αρνηθεί την μία Θεότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό ο ιερός Πατέρας αναγράφει ότι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στην ερώτηση των Πνευματομάχων πως είναι δυνατόν το Πνεύμα να είναι ισότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό, εφ' όσον ο Πατέρας μεν είναι Δημιουργός, δι' Υιού δε τα πάντα εδημιουργήθησαν, απαντά ότι πάντα εκτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι και εξαίρει το συναΐδιον και αχώριστον των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και υπογραμμίζει ότι εκτός της κατά τάξιν και υπόστασιν διαφοράς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».

Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (τιμάται 14 Σεπτεμβρίου). Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.


Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Η Εκκλησία του Χριστού εκφράζεται Συνοδικά. Από την αρχή ως σήμερα. Αλλά από τη στιγμή που το Ρωμαϊκό κράτος αγκάλιασε την Εκκλησία, και οι Συνοδικοί της όροι έγιναν νόμοι του κράτους, απέκτησε νόημα η έννοια: "Οικουμενική Σύνοδος". Οικουμενική Σύνοδος, είναι εκείνη που:

1. Συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με οικουμενική (παν-Ρωμαϊκή) εμβέλεια, αλλά φυσικά και πανχριστιανική.

2. Οι αποφάσεις της έγιναν αποδεκτές από ολόκληρη την ανά τον κόσμο Ορθόδοξη Εκκλησία, διαχρονικά.

3. Αποφάσεις της διατυπώθηκαν από Θεούμενο.

4. Οι αποφάσεις της υπεγράφησαν από τα Ρωμαϊκά Πατριαρχεία.

5. Ασχολήθηκε με σημαντικά Θεολογικά ζητήματα.

Στη συνέχεια, θα κάνουμε μια περιληπτική γνωριμία με τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας, αφήνοντας αναλυτικότερες περιγραφές για άλλα ειδικότερα άρθρα.


1η Οικουμενική Σύνοδος: 325 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Ασχολήθηκε με τη βλασφημία του Αρείου ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα και όχι ομοούσιος του Πατρός. Κανόνισε και την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα. Τότε άρχισε να γράφεται το Σύμβολο της Πίστης.

 
2η Οικουμενική Σύνοδος: 381 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον Μέγα Θεοδόσιο. Έλαβαν μέρος 150 Ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Προήδρευσε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Καταδίκασε και πάλι τον Άρειο, και την αίρεση του Μακεδονίου, ο οποίος δίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα του Θεού, γι’ αυτό και ονομάστηκε “πνευματομάχος”.


3η Οικουμενική Συνόδος: 431 μ.Χ. Έφεσος. Συνεκλήθη από τον Θεοδόσιο τον Β΄. Δογμάτισε κατά του Νεστοριανισμού, στο Ναό της βασιλικής της Παναγίας με 200 επισκόπους. Καταδίκασε τον Νεστόριο επίσκοπο Κωνστ/πολης, και δογμάτισε ότι μπορεί η Παναγία να ονομάζεται και Θεοτόκος.


4η Οικουμενική Σύνοδος: 451 μ.Χ. Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας με 630 επισκόπους. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Εκεί καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός.

 
5η Οικουμενική Σύνοδος: 5 Μαϊου ως 21 Ιουνίου του 553 μ.Χ., με 165 πατέρες. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Καταδίκασε τον Ωριγενισμό, τον Νεστοριανισμό, κλπ αιρέσεις.


6η Οικουμενική Σύνοδος: 680 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Παραβρέθηκαν από 150 – 289 επίσκοποι. Καταδίκασε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει και Θεία και ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.


Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος: 691 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συνεκλήθη από τον Ιουστινιανό τον Β΄ και έγινε «εν Τρούλλω του Παλατίου», οπότε ονομάσθηκε: «Εν Τρούλλω». Δεν ήταν ανεξάρτητη Σύνοδος, αλλά συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων, της 5ης και της 6ης, γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε: «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων των Συνόδων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.

 
7η Οικουμενική Σύνοδος: 787 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας, στο ναό της Αγίας Σοφίας. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Παρεβρέθηκαν 367 πατέρες. Στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες αναθεματίζοντας την εικονομαχία και καταδικάζοντας την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδος. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι που είδαμε.


8η Οικουμενική Σύνοδος: 879-880 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φωτιος (858-867, 877-886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται. [Kαταδίκασε τις αιρετικές Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809)].


9η Οικουμενική Σύνοδος: 1341 μ.Χ. Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) και συμμετείχε Θεούμενος (Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου.

 

Οι ανωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της α) Πρεσβυτέρας Ρώμης, β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, γ) Αλεξανδρείας, δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451 ε) των Ιεροσολύμων. Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμαίοι Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε τώρα το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βίαια από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με τη βοήθεια των Νορμανδών. Μία σφοδρή επίθεση που ξεκίνησε το 983 και ολοκληρώθηκε το 1009 - 1046. Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης εκτός του Βενέδικτου του 10ου (1058-9), δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό.


Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν τη παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν "Οικουμενικές" είναι απλά γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει "Αυτοκρατορικές" επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου. Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με όχι μικρότερο κύρος από τις Οικουμενικές Συνόδους, εκτός από τη φαντασία των συγχρόνων Ορθοδόξων που έχουν εξαπατηθεί από την ρωσική Ορθοδοξία του Μέγα Πέτρου.


Έτσι υπάρχουν σήμερα Ορθόδοξοι που αυτοαποκαλούνται Εκκλησία των Επτά Οικουμενικών Συνόδων. Πολλοί (αδιάβαστοι) Ορθόδοξοι αγνοούν την Όγδοη και την Ένατη Οικουμενική Σύνοδο. Η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος το 879 απλά καταδίκασε αυτούς που "προσθέτουν" ή "αφαιρούν" από το Σύμβολο του 381 καθώς και όσους δεν αποδέχονται τη διδασκαλία περί Εικόνων της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου. Οι Φράγκοι που καταδικάζονται, προς το παρόν δεν αναφέρονται καθαρά, με σκοπό να τους δοθεί η ευκαιρία να αναθεωρήσουν.


Η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος το 1341 καταδίκασε το πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε έρθει από τη Δύση ως προσήλυτος στην Ορθοδοξία. Φυσικά η απόρριψη του πλατωνικού τύπου μυστικισμού ήταν παραδοσιακή πρακτική των Πατέρων.